Morphologia Graeca. 2013.
ραχώ — όω, Α [ῥαχός] 1. καλύπτω κάτι με προστατευτικό πλέγμα 2. ξύνω το κλήμα που φυτεύω ως καταβολάδα … Dictionary of Greek
ῥάχῳ — ῥά̱χῳ , ῥαχός thorn hedge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)